- πόρνος
- ο, ΝΜΑ1. άνδρας που προσφέρει το σώμα του για σαρκική απόλαυση έναντι χρηματικής αμοιβής, κίναιδος, πούστης2. ακόλαστος, ασελγής, ανήθικος, διεφθαρμένοςαρχ.1. ο ενεργητικώς ομοφυλόφιλος2. ειδωλολάτρηςνεοελλ.3. (για γυναίκα, με επιτατ. σημ.) μεγάλη πουτάνα, πούτανος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.